Dictionary of Greek. 2013.
ποτούρι — και πουτούρι, το, Ν είδος τουρκικού πανταλονιού με φαρδιά επάνω και στενά στο κάτω μέρος σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. potur] … Dictionary of Greek